- δίνευμα
- δίνευμα, το (Α) [δινεύω]1. (για χορό) κυκλική, περιστροφική κίνηση2. (για ιππέα) ελιγμός3. (για ρόμβο) περιστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίνημα — δίνημα, το (Α) [δινώ] το δίνευμα … Dictionary of Greek
δινευμάτων — δῑνευμάτων , δίνευμα whirling round neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινεύμασι — δῑνεύμασι , δίνευμα whirling round neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινεύμασιν — δῑνεύμασιν , δίνευμα whirling round neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)